ΒΡογχοσκοπηση
Η βρογχοσκόπηση είναι η εξέταση με την οποία ο Πνευμονολόγος μπορεί να ελέγξει το εσωτερικό της τραχείας και των μεγάλων βρόγχων. Το όργανο που χρησιμοποιείται πιο συχνά είναι το εύκαμπτο βρογχοσκόπιο, ένας λεπτός και εύκαμπτος σωλήνας μέσω του οποίου ο γιατρός βλέπει το εσωτερικό των βρόγχων και μπορεί να περάσει εργαλεία που χρησιμεύουν στη λήψη διαφόρων υλικών.
Το βρογχοσκόπιο διέρχεται από τη μύτη ή το στόμα, αφού πρώτα γίνει τοπική αναισθησία στη μύτη και στο λαιμό. Σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται και ήπια αναισθησία (μέθη) ώστε ουσιαστικά ο ασθενής να κοιμάται κατά τη διάρκεια της εξετάσεως. Πρέπει να τονιστεί ότι η εξέταση δεν προκαλεί πόνο και το συχνότερο σύμπτωμα είναι ο βήχας για την καταστολή του οποίου γίνεται έγχυση τοπικού αναισθητικού μέσω του βρογχοσκοπίου.

Υπάρχουν διάφορες ενδείξεις για βρογχοσκόπηση και αυτό το κρίνει Πνευμονολόγος με εμπειρία στη συγκεκριμένη εξέταση. Η πιο συχνή αιτία είναι η διερεύνηση πιθανού όγκου στον πνεύμονα οπότε απαιτείται η λήψη βιοψιών και άλλων υλικών για να τεθεί η διάγνωση. Επίσης συμπτώματα όπως ο επίμονος αδιάγνωστος βήχας, η αιμόπτυση, διάχυτες βλάβες στην αξονική τομογραφία θώρακα ή και η υπόνοια ξένου σώματος μέσα στους βρόγχους συνιστούν επίσης ενδείξεις για βρογχοσκόπηση.
Η βρογχοσκόπηση ως εξέταση διαρκεί συνήθως 20 έως 30 λεπτά αλλά μαζί με την προετοιμασία και την ανάνηψη που απαιτείται ώστε ο ασθενής να μπορεί να φύγει με ασφάλεια, ο συνολικός χρόνος φθάνει περίπου στις 2 ώρες. Όπως προαναφέρθηκε δεν απαιτείται νοσηλεία του ασθενούς. Συνήθως μετά την εξέταση μπορεί για κάποιες ώρες να υπάρχει αίσθημα ερεθισμού στο λαιμό και αιμόφυρτα πτύελα ειδικά στην περίπτωση που πάρθηκαν βιοψίες. Εάν έχει προηγηθεί ήπια αναισθησία μπορεί να υπάρχει και αίσθημα υπνηλίας. Γενικά θεωρείται σήμερα ασφαλής μέθοδος με σοβαρές επιπλοκές να έχουν αναφερθεί σε λιγότερους από έναν στους χίλιους ασθενείς.